Ο ΚΩΣΤΑΝΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΡΙΟ ΤΗΣ ΠΕΓΕΙΑΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο Γιωρκάτσιης ένας χωρικός από τη Πέγεια, είχε μια λόττα (γουρούνα που γεννά) που μια μέρα χάθηκε. Πιστεύοντας ότι την έκλεψε ένας γείτονας του ο Χαραλάμπης, τον κατήγγειλε στην αστυνομία. Τον κατηγόρησαν και τον έστειλαν στο δικαστήριο, αλλά ο δικαστής τον δίκασε αθώο γιατί δεν υπήρχαν μαρτυρίες ή αποδειχτικά στοιχεία.
Έμεινε ο Γιωρκάτσιης μαραζωμένος που έχασε την περιουσία του πιστεύοντας ότι το δικαστήριο δεν απόδωσε σωστή δικαιοσύνη. Και έχοντας άχτι τον Χαραλάμπη, δεν του μιλούσε και τον κατηγορούσε για κλέφτη σε όλο το χωριό. Πέρασαν πολλές μέρες, αλλά σκεφτόταν τη χαμένη του περιουσία και μαράζωνε.

Στην Πέγεια υπάρχει η περιβόητη βρύση των Πεγιώτισσων που πάσιν τσιαι γεμώνουσιν ούλλες οι Παφιτούες, τσιαπόσιει πόνον στην καρκιάν, πίννει τσιαι γιανίσκει...
Είναι ένα λαϊκό άσμα που τους στίχους έγραψε ένας παλαιός δάσκαλος από τη Χλώρακα ο Σταύρος Πασιύσταυρος που υπηρετούσε στη Πέγεια, για το χατίρι μιας δασκάλας την οποία ερωτεύτηκε και αργότερα παντρεύτηκε.
Μια μέρα ξαφνικά το νερό της Βρύσης έτρεξε θολό, ενώ από τα βάθη του λαγουμιού που το έφερνε, ακούστηκαν βογγητά και βρυχηθμοί. Και αυτό συνεχίστηκε για μέρες, το νερό μια έβγαινε θολό, και μια καθαρό. Τα μουγκρητά μια σταματούσαν, και μια άρχιζαν.
Ο καιρός περνούσε, το ίδιο συνεχιζόταν, και φοβισμένοι οι κάτοικοι έπλαθαν ιστορίες. Πίστεψαν ότι ήταν ένας δράκος του νερού, ένα ζώθκιο. Καμιά γυναίκα δεν πήγαινε να γεμώσει νερό, και με τον καιρό, περισσότερος τρόμος φώλιαζε στις καρδιές των κατοίκων.
Δεν είχαν νερό να πιούν και να πλυθούν καθώς φοβόντουσαν να π’ανε στη βρύση, ενώ τις νύχτες άκουγαν τα κογκήματα από τα βάθη της γης, και περισσότερο τους έζωνε ο φόβος.
Κάθισαν λοιπόν σε σύσκεψη οι άρχοντες και οι προεστοί, και έβγαλαν ένα φιρμάνι, πώς θα έδιναν μεγάλη αμοιβή σε όποιον έμπαινε στο λαγούμι και σκότωνε τον δράκο.
Το φιρμάνι κυκλοφόρησε σε όλη την επαρχία και το άκουσε ο Κωσταντάς από τη Χλώρακα, ένας φημισμένος παλικαράς, ένας ανδρείος νέος που είχε πολλή σωματική δύναμη και καρδιά λιονταριού.
Γυάλισε τα άρματα του και κίνησε να σκοτώσει το θηρίο που τρομοκρατούσε το χωριό. Όταν έφτασε στη Πέγεια ζήτησε κάποιους βοηθούς, και δυο παλικάρια εθελοντές, μαζί του ζώστηκαν τα άρματα, και με αναμμένες δάδες μπήκαν σερνάμενοι μέσα στο λαγούμι που ήταν στενό και καλά δεν τους χωρούσε. Προχωρούσαν με δυσκολία και άκουγαν τα ανατριχιαστικά μουγκρητά που αντιλαλούσαν στον κλειστό χώρο και τους τριβέλιζαν τα αυτιά. Με σφιγμένα τα δόντια και θάρρος στην καρδιά, με πείσμα και χωρίς δειλία, τα άξια παλικάρια προχώρησαν και τους κατάπιε το βαθύ λαγούμι.
Όλο το χωριό ήταν μαζεμένο στη βρύση δίπλα από το φωτιστικό του λαγουμιού, και γεμάτοι αγωνία, με προσευχές και τάματα στους Αγίους, ανέμεναν τους γενναίους να στραφούν, ελπίζοντας νικητές και αξιωμένοι.
Η ώρα έγινε αιώνια, η αναμονή πιό μεγάλη, τρομερή και ατελείωτη.…
Ώσπου από τα βάθη του λαγουμιού και του σκοταδιού, είδαν τις φλόγες από τους πυρσούς, αμυδρά να  φεγγοβολούν, σημάδι πως επέστρεφαν πίσω.
Ανακουφισμένοι αναφώνησαν χαρούμενοι, και ευχαριστημένοι δόξασαν το Θεό.
Σε λίγο φάνηκαν τα παλληκάρια φανταχτεροί στα μάτια των χωρικών ως νέοι Ηρακλείς που είχαν επιτελέσει ένα μεγάλο άθλο. Και μαζί τους έσερναν το δράκο, ένα μαύρο θεριό, που για σαράντα μέρες τρομοκρατούσε ολόκληρο το χωριό...
Δεν ήταν όμως ένα θεριό, ήταν ένα κτηνό, μια λόττα, έκπληκτοι διαπίστωσαν.

Ήταν η λόττα του Γιωρκάτσιη που είχε χαθεί. Δεν την είχε κλέψει ο Χαραλάμπης, αλλα είχε πέσει σ ένα φωτιστικό του λαγουμιού της βρύσης (λάκκος που επικοινωνεί και φωτίζει το λαγούμι). Άντεξε και έζησε 40 ολάκερες μέρες πίνοντας νερό και τρώγοντας ρίζες δέντρων που κατέβαιναν στο νερό. Και όταν ανακάτωνε  το νερό να τις βρει, η χούβελη (βαριά κιτρινωπή λάσπη που κατακάθεται στο νερό) το θόλωνε, και όταν δεν έβρισκε ρίζες, βρυχιόταν από την πείνα. Και όλοι νόμιζαν πως ήταν βρυχηθμοί του δράκου του νερού.