Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΕ ΕΝΑ ΑΓΑΛΜΑ

Οι Ελληνιστικοί τάφοι ήταν συνήθως σκαμμένοι σε βράχους και χρονολογούνται από τα πρώτα Ρωμαϊκά χρόνια της Κύπρου. Στη Χλώρακα υπάρχουν δυο αρχαίοι Ελληνιστικοί τάφοι, ο ένας ονομάζεται Ελληνόσπηλιος και ευρίσκεται δίπλα στον παραλιακό δρόμο, και ο άλλος σπήλιος του Λεωνίδα, και ευρίσκεται σε ιδιωτική αυλή κατοίκου, εκ του οποιου πήρε και το όνομα. Η δεύτερη σπηλιά ήταν καλά κρυμμένη, και καποιος για να την εντοπίσει έπρεπε να την γνωρίζει, ή να την ανακαλύψει τυχαία. Τους καιρούς της Τουρκοκρατίας χρησίμευε ως κρύπτη για πολλούς κατατρεγμένους Χριστιανούς καθώς είναι λαξεμένη μέσα στη γη καλά κρυμμένη από τη φύση, ώστε να είναι δύσκολο να εντοπιστεί.
Ήταν θεώρατη και φυσική σπηλια που στα τοιχώματα της οι Αρχαίοι έσκαβαν τάφους και έθαβαν τους νεκρους τους. Οι εισόδοι των τάφων παρέμειναν σφραγιστοί μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, οπότε όταν ανακαλύφτηκαν, βρέθηκαν σπουδαία κτερίσματα, αλλά που δυστυχώς όλα πουλήθηκαν σε αρχαιοκάπηλους. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι βρέθηκε μια λαμπιώνα ανεκτίμητης αξίας, μια ολόχρυση ζώνη Ομηρικού πολεμιστή που πουλήθηκε για πέντε λίρες, και μια πέτρινη σκαλιστή σαρκοφάγος η οποία κατα πληροφορίες ευρίσκεται σε ιδιωτικό μουσείο της Νέας Υόρκης.
Το ανάγλυφο του σκεπάσματος της σαρκοφάγου παρίστανε τη μορφή της πεθαμένης που ήταν νέα γυναίκα ωραιοτάτου κάλλους, που μόλις την είδε ένας βοσκός που την ανακάλυψε, έπαθε έρωτα μαζί της, αγάπησε παράφορα  την πέτρινη πανέμορφη μορφή της.  
Είχε βγάλει τα πρόβατα του στη βοσκή, και αυτά τον οδήγησαν στη παλιά βρύση όπου είχε νερό και πλούσια βοσκή. Κάθισε κάτω από ένα μεγάλο δρυ, και άφησε τα πρόβατα να απλωθούν στον κάμπο. Όταν ο ήλιος πήγαινε να δύσει και ήρθε η ώρα να φύγουν, είδε ένα πρόβατο που ανέβηκε σε ένα ψήλωμα, να χάνεται πίσω από συστάδα θάμνων. Του σφύριξε να κατέβει, αλλά τίποτα. Ανέβηκε λοιπόν να το γυρέψει, και ανακάλυψε μια είσοδο λαξεμένη σε βράχο. Μπαίνοντας μέσα βρέθηκε σε ένα σπήλαιο. Γεμάτος περιέργεια, βγήκε έξω και μάζεψε ξύλα για να ανάψει φωτιά να φωτίσει το σκοτάδι να δει τι ανακάλυψε.
Το σπήλαιο ήταν πλατύ και χανόταν βαθιά μέσα στη γη σε μεγάλη απόσταση. Λίγο ψηλότερα πάνω στην πέτρινη πλευρά, πρόσεξε ένα τοίχο κτισμένο που μάλλον σφράγιζε την είσοδο κάποιου τάφου, σκέφτηκε. Τη χάλασε λοιπόν, με την ελπίδα να βρει χρυσάφι, καθώς ήξερε πως και άλλοι χωριανοί του ανακάλυψαν αρχαίους τάφους που είχαν μέσα χρυσά και άλλα πολύτιμα κτερίσματα.
Δεν δυσκολεύτηκε να χαλάσει την είσοδο. Η μαγκούρα του ήταν σκληρή και βαριά, και με λίγα κτυπήματα, το χώρισμα έσπασε. Μέσα στον νεκρικό θάλαμο είδε μια σαρκοφάγο καλά πελεκημένη, που σχημάτιζε μια λάρνακα γεωμετρικά καλά σχηματισμένη.
Την καθάρισε από το χώμα, και αντίκρισε ένα ανάγλυφο σώμα σκαλισμένο στην μονοκόμματη πέτρα που σκέπαζε την σαρκοφάγο. Ήταν ένα πανέμορφο άγαλμα που το σμίλευσε σίγουρα κάποιος σπουδαίος γλύπτης, και παριστάνε μια εξαιρετικά ωραία κοπέλα με μορφή που φαινόταν έτοιμη να ανασάνει, που φαινόταν να τον κοιτάζει και να τον καλεί. Σαν ονειροπαρμένος όπως κάτι να του μάγεψε τη σκέψη, έμεινε ώρες ακίνητος να κοιτάζει και να αποθαυμάζει. Κατάλαβε πως κάτι έπαθε το μυαλό του, πως ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα το άγαλμα με το πέτρινο πανέμορφο πρόσωπο της πεθαμένης γυναίκας.
Από εκείνη τη μέρα, κάθε μέρα επισκεπτόταν το σπήλαιο κρυφά να μην τον δουν και του κλέψουν την αγαπημένη. Με τις ώρες καθόταν και την κοίταζε. Η παγωμένη της πέτρινη μορφή κάθε μέρα έδειχνε περισσότερο όμορφη, και αυτός κάθε μερα περισσότερο την αγαπούσε. Οπότε σε λίγο καιρό μη αντέχοντας να είναι μακριά της, παράτησε το σπίτι και το κοπάδι του, και εγκαταστάθηκε στο σπήλαιο. Έπινε νερό και πλενόταν από την βρύση, μάζευε άγρια χόρτα και καλλιεργούσε λίγα οπωρικά, και όλα αυτά του αρκούσαν, δεν ήθελε τίποτα άλλο, φτάνει που είχε παρέα την αγαπημένη του.
Οι χωριανοί πίστεψαν πώς ίσως τρελάθηκε από τη μοναξιά του επαγγέλματος του, ή πως αποφάσισε να γίνει ασκητής, να ζήσει με το Θεό.
Και όταν πέρασαν πολλά χρόνια και όλοι τον ξέχασαν, ένας κυνηγός ανακάλυψε το κουφάρι του μέσα στη σπηλιά. Άντεξε και έζησε όλη του τη ζωή μέχρι τα γεράματα, με την όμορφη γυναίκα της σαρκοφάγου.


Ο κυνηγός ισχυρίστηκε πως απλά βρήκε τον νεκρό. Δεν είπε για σαρκοφάγο, παρά πως από όσα είδε στο σπήλαιο, μάλλον ο βοσκός έζησε σαν ασκητής αφιερωμένος στο θεό. Κάποιοι όμως ισχυρίστηκαν ότι ο κυνηγός βρήκε τη σαρκοφάγο που την πούλησε σε αρχαιοκαπήλους, και που τώρα ευρίσκεται σε ιδιωτικό Αρχαιολογικό μουσείο της Νέας Υόρκης.