Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ

Αγιά Μαρίνα τσιαι τσιυρά που ποτσιοιμίζεις τα μωρά
ποτσιοίμιστο μωρούϊ μου τσιαι το μιτσικουρούϊ μου
επαρτο πέρα γύριστο τσιαι πάλε στράφου φέρμου το
τσιαι πάλε στράφου φέρμου το γιατί ενμωρό τσιαι θέλω το
έπαρτο πέρα των περών, τσιει πόσιει καθαρό νερό
να πλύνει τα ρουχούθκια του τσιαι τα πουκαμισούθκια του
να κάμει νάννι, νάννι του τσιαι έσιει δουλειές η μάνα του
τσιαι έσιει δουλειές η μάνα του, να κάμει νάννι, νάννι του
να κάμει νάννι, νάννι του, να κάμει νάννι, νάννι του

Εκεί που τελειώνει η Χλώρακα και αρχίζει η Λέμπα το χωριό, ο μύθος λέγει πως υπάρχει η σπηλιά της Αγιάς Μαρίνας γεμάτη από χρυσάφι και αμύθητους θησαυρούς καλά σκεπασμένη μέσα στη γη, και καλά προφυλαγμένη κανένας να μην την βρει. Λέγει ο μύθος πως, κάθε εφτά χρόνια ανοίγει για λίγες στιγμές η γη, και η σπηλιά φανερώνεται μεγαλόπρεπη γεμάτη λαμπερό και φεγγοβόλο χρυσάφι που ζαλίζει τα ματιά.
Λέγει ο μύθος πως, μια βαριά κατάρα την προφυλάσσει και όποιος την πρώτος την αντικρύσει, πεθαίνει αμέσως. Λέγει ακόμα ο μύθος πως, θα φανερωθεί σε χρόνια και καιρούς μόνο με το θέλημα του Θεού, όταν η ίδια η Αγία το θελήσει, καθώς έχει ταγμένο τον θησαυρό να χρησιμοποιηθεί όταν έρθει η ώρα για να λευτερωθεί η εάλω πόλη.
Κάποτε πριν χρόνια και καιρούς, στον ίδιο τόπο είχε τον πύργο του ένας άρχοντας Σαρακηνός που διαφέντευε όλη την περιοχή. Ήρθε με ένα πλοίο μια φορά, και αντικρίζοντας τον όμορφο τόπο τον αγάπησε και εγκαταστάθηκε για πάντα. Αγάπησε τους ανθρώπους, αγάπησε και μια όμορφη κοπέλα, και την παντρεύτηκε.
Όταν έκαμαν ένα παιδί, γέμισε το σπίτι τους χαρά και ευτυχία. Και ήταν τόση η ευτυχία τους που γέμιζε την καρδιά τους καλοσύνη, ώστε με πολλή αγάπη συμπεριφέρονταν στους δούλους του και στους άλλους φτωχούς ανθρώπους γύρω τους. 
Ώσπου μια μέρα, το μονάκριβο παιδί τους άρχισε να κλαίει νύχτα και μέρα χωρίς σταματημό, σάμπως να είχε ένα μεγάλο πόνο που το βασάνιζε. Το γύρεψαν σε γιατρούς και μάγους, σε μουφτήδες και παπάδες, αλλά περνούσε ο καιρός και το μικρό παιδί γιατριά δεν έβρισκε.
Ώσπου μια ευλογημένη μέρα, μια καλογραία περαστική που ζήτησε νερό να πιει. Ο άρχοντας τη φιλοξένησε και την περιποιήθηκε. Και αυτή αφού γνώρισε τον πόνο που είχε στην καρδιά, του είπε πως θα βοηθήσει και με τη χάρη της Αγίας Μαρίνας, θα γιάνησκε το μικρό μωρό..
Εγκαταστάθηκε στο πλούσιο σπίτι και με τις ώρες σιμά στην κούνια νανούριζε το μωρό με το τραγούδι της Αγιάς Μαρίνας. Το μωρό άκουγε το τραγούδι και σταματούσε να κλαίει, και αποκοιμιόταν. Και έγινε καλά, και η ευτυχία ξαναγέμισε το σπιτικό του άρχοντα.
Μα σαν πέρασε λίγος καιρός και το παιδί έγιανε, η καλή Καλογριά είπε να φύγει. Μα ο άρχοντας την ήθελε κοντά του, γι αυτό την παρακάλεσε να μείνει μαζί τους, και της έταξε μια εκκλησιά να λειτουργείται. Και έτσι έγινε, ακόμα ο Άρχοντας που πίστεψε πως έγινε θαύμα, βαφτίστηκε Χριστιανός
Το θαύμα διαδόθηκε και το εκκλησάκι της Αγιάς Μαρίνας που έκτισε έγινε γνωστό στην οικούμενη, και πλήθη πιστών που είχαν πρόβλημα με τα μωρά τους έτρεχαν να προσκυνήσουν και να προσευχηθούν.
Από εκείνο τον καιρό όλα πήγαιναν δεξιά στον άρχοντα, και τα πλούτη από τα τάματα των πιστών μαζεύονταν και δεν τα χωρούσε το μικρό εκκλησάκι. Έκτισε λοιπόν ένα μεγάλο κτίριο μέσα στη γη ίδιο θησαυροφυλάκιο,.και όλα του τα πλούτη καθώς και τάματα της Αγίας, τα έβαζε μέσα. Φύλακα και θησαυροφύλακα, όρισε την καλή καλογριά που με πολλή αγάπη φρόντιζε την οικογένεια και την εκκλησιά.
Τα χρόνια πέρασαν, ο άρχοντας πέθανε, το παιδί μεγάλωσε, πέρασε κι άλλος καιρός, πέθανε και αυτός. Να μην τα πολύ ιστορώ, έζησαν τρεις γενιές απόγονοι και βάλε, η Καλογριά χωρίς καθόλου να γερνά ζούσε μαζί τους, και φύλαγε τα υπάρχοντα τους μέσα στη σπηλιά που είχε ξεχαστεί απ όλους.
Μια φορά λίγο καιρό πριν το μεγάλο σεισμό  το 1347, ένας από τους απογόνους αρρώστησε βαριά, και η καλογραιά, είδε στον ύπνο της την Αγία Μαρίνα να την προστάζει να σφραγίσει τη σπηλιά τη γεμάτη χρυσάφι και να την αφήσει τάμα σε αυτήν παντοτινά, Έτσι έκαμε, και το παιδί έγινε καλά.
 Όμως η φανέρωση της Αγιάς Μαρίνας δεν ήταν τυχαία, καθώς εκείνη τη χρονιά ένας μεγάλος σεισμός έλαβε χώρα, που ισοπέδωσε τα πάντα, και ταυτόχρονα ένα φοβερό μεγάλο τσουνάμι σηκώθηκε και έσπρωξε ένα μεγάλο παλιρροιακό κύμα που σκέπασε όλη τη χαμηλή γη.   
Η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας και το τσιφλίκι των αρχόντων χάθηκαν για πάντα, και όλοι οι κάτοικοι της χαμηλής γης πέθαναν από το σεισμό, και από το μεγάλο κύμα της θάλασσας. Και όσοι λίγοι έζησαν, οι περισσότεροι πέθαναν και αυτοί από το μαύρο θάνατο την πανούκλα, που ακολουθώντας μια θανατερή πορεία αφάνισε τον μισό πληθυσμό της Κύπρου.
Ήταν μια φοβερή καταστροφή που συνέβηκε ένα ζεστό καλοκαίρι του 1347, που ο σεισμός κατάστρεψε τα πάντα, το παλιρροιακό κύμα σκέπασε όλη την παραλιακή γη, και κατέστρεψε ολοσχερώς όλες τις φυτείες και τα κτίρια.


Το μεγάλο κύμα έφτασε μέχρι τα υψώματα, και υποχωρώντας δεν άφησε τίποτα, τα σάρωσε όλα από προσώπου γης. Από τότε έμεινε ο θρύλος της χρυσής σπηλιάς που είναι καλά κρυμμένη μέχρι το πλήρωμα του χρόνου, όπως έταξε ο θεός και η Αγιά Μαρίνα.